- διίστανται
- διίστημιset apartpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek
αναμφίλογος — ἀναμφίλογος, ον (Α) [ἀμφίλογος] 1. αυτός, για τον οποίο δεν διίστανται οι γνώμες, αναντίρρητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. επίρρ. ἀναμφιλόγως α) χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα β) χωρίς αντίρρηση, με προθυμία, ευχαρίστως … Dictionary of Greek
γεφυρώνω — (AM γεφυρῶ, όω) [γέφυρα] 1. κατασκευάζω ή τοποθετώ γέφυρα πάνω από αδιάβατο μέρος, δημιουργώ πέρασμα 2. συνδέω, συμφιλιώνω απόψεις που διίστανται, συμβιβάζω μεσολαβώντας αρχ. 1. κατασκευάζω φράγμα, ανάχωμα 2. συντελώ με τη μεσολάβησή μου στην… … Dictionary of Greek
ενδοδερμίδα — Φυτικός ιστός. Αποτελείται από μια στιβάδα εξειδικευμένων κυττάρων που συνήθως βρίσκονται στις ρίζες, αλλά πολλές φορές και στον βλαστό. Στη ρίζα η ε. κατασκευάζει μια συνεχή θήκη, πάχους ενός κυττάρου. Τα κύτταρά της δεν έχουν μεσοκυττάριους… … Dictionary of Greek
θηλυδρίας — ο (ΑΜ θηλυδρίας) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο *θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ * + κατάλ. δριον κατά το ανδρ ίον, κακόσημο υποκορ. τού ανήρ (πρβλ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… … Dictionary of Greek
διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.) με εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. λ.) και εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στον διεθνή χώρο. Είναι γνωστή και ως… … Dictionary of Greek
Σόρενσεν, Σόρεν Πέτερ Λάουριτς — (Sorensen). Δανός βιοχημικός και φυσικοχημικός (1868 1939). Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Επινόησε μια από τις γενικές μεθόδους σύνθεσης των αμινοξέων και μια μέθοδο ποσοτικού προσδιορισμού του αμινικού αζώτου. Εισήγαγε την ένοια … Dictionary of Greek
δίγνωμος, -η — ο αυτός που οι απόψεις του για το ίδιο ζήτημα διίστανται, ο δίβουλος, ο αναποφάσιστος: Η δίγνωμη γυναίκα δεν μπορεί ν’ αποφασίσει ποιον θα παντρευτεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)